σέπω / σέπομαι
Σέπω = σήπω, σήπομαι, σαπίζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
σέπομαι: σαπίζω
Γλωσσάριο Ελευθ. Πολίτη Μελά
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σέπω = σήπω, σήπομαι, σαπίζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
σέπομαι: σαπίζω
Γλωσσάριο Ελευθ. Πολίτη Μελά