Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σενιάρω

Σενιάρω (Ἰ. segnare) = σημειῶ, ἀντιλαμβάνομαι, διακρίνω, ἀναγνωρίζω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σενιάρω καί ἀσενιάρω = μπαίνω στό νόημα, κάτι καταλαβαίνω, σενιάρω ποῦ εἶναι (καταλαβαίνω ποῦ εἶναι).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

βλ. και ἀσυνιάρω καί συνιάρω

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.