Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σαστύζω

Σαστύζω § ταράττω, σκοτίζω τὸν νοῦν τινος. Μ. τὸν ἐσάστυσες μὲ τὰ λόγια σου. § Μέσ. ταράσσομαι, σκοτίζομαι. Π. ἐσάστυσα ἀπὸ ταῖς πολλαῖς δουλειαῖς. ΚΝ.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἀτύζω (Σύλλ. 17). Ἡ ἐν ἀρχῇ τῆς λ. πρόσθεσις τοῦ σ εἶναι κοινοτάτη παρὰ Λευκαδίοις. Πρό τινων ἐτῶν εὕρομεν ἐν Λευκάδι καὶ ἀρχαίαν τινὰ ἐπιτύμβιον ἐπιγραφὴν φέρουσαν τὸ ὄνομα ΣΑΣΤΥΤΕΙΜΟΣ, ὅπερ κεῖται ἀντὶ τοοῦ Ἀστύτιμος (Ἐφ. Φιλομ. σ. 1665).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.