σαστύζω
Σαστύζω § ταράττω, σκοτίζω τὸν νοῦν τινος. Μ. τὸν ἐσάστυσες μὲ τὰ λόγια σου. § Μέσ. ταράσσομαι, σκοτίζομαι. Π. ἐσάστυσα ἀπὸ ταῖς πολλαῖς δουλειαῖς. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀτύζω (Σύλλ. 17). Ἡ ἐν ἀρχῇ τῆς λ. πρόσθεσις τοῦ σ εἶναι κοινοτάτη παρὰ Λευκαδίοις. Πρό τινων ἐτῶν εὕρομεν ἐν Λευκάδι καὶ ἀρχαίαν τινὰ ἐπιτύμβιον ἐπιγραφὴν φέρουσαν τὸ ὄνομα ΣΑΣΤΥΤΕΙΜΟΣ, ὅπερ κεῖται ἀντὶ τοοῦ Ἀστύτιμος (Ἐφ. Φιλομ. σ. 1665).