Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σάψαλο (το)

άνθρωπος αποκαμμωμένος, γερασμένος, ασθενικός, σχεδόν άχρηστος

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σάψαλο /τὸ/ (σήπομαι, σῆψις, Τ. σαbσὰλ) = σωματικῶς ἠρειπωμένος ἐκ νοσημάτων ἢ γήρατος, ἀνίσχυρος, σαραβαλιασμένος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.