σαμαροσκούτι ή καβαλοσκούτι (το)
το υφαντό ρούχο που βάνουν στο σαμάρι, όταν πρόκειται να πάει με το ζώο του κανείς σε επίσκεψη, σε πανηγύρι, σε γάμο ή στη Χώρα. Είναι δηλ. το στόλισμα του σαμαριού που ταιριάζει στα “καλά ρούχα” που φοράει ο καβαλάρης. Τα πιο όμορφα καβαλοσκούτια προορίζονταν για τη νύφη και το γαμπρό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαμαροσκούτι /τὀ/ (σάγμα, Τ. σεμέρ, σκύτος -ίον) = τὸ ἐξ ἐγχωρίου ἐρέας ἀραιὸν ὕφασμα δι᾿ οὗ ἐπενδύεται τὸ ὑπόστρωμα τοῦ σάγματος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης