σακάτ(η)ς
Σακάτ(η)ς /ὁ/ (Ἰ. sciancato, Ἀ. Τ. Σ. σακὰτ) = ἐξηρθρωμένος τὴν ὀσφύν, ξεγοφιασμένος, ἀνάπηρος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σακάτ(η)ς /ὁ/ (Ἰ. sciancato, Ἀ. Τ. Σ. σακὰτ) = ἐξηρθρωμένος τὴν ὀσφύν, ξεγοφιασμένος, ἀνάπηρος.