ρότολο (το)
κυλινδρικό αντικείμενο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρότολο /τὸ/ (Ἰ. rotolo) = κύλινδρος, περίστρεμμα χάρτου κ.τ.τ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ρόδ(τ)ολο (τό) : κύλινδρος, (ΙΤ. ròdolo).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου