Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρότολο (το)

κυλινδρικό αντικείμενο

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρότολο /τὸ/ (Ἰ. rotolo) = κύλινδρος, περίστρεμμα χάρτου κ.τ.τ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ρόδ(τ)ολο (τό) : κύλινδρος, (ΙΤ. ròdolo).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.