ρόπωμα
Ρόπωμα /τὸ/ (ρώψ, ρωπικὸς) = φαγητὸν πρὸς κατάπαυσιν τῆς πείνης στερούμενον θρεπτικῶν οὐσιῶν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ρόπωμα /τὸ/ (ρώψ, ρωπικὸς) = φαγητὸν πρὸς κατάπαυσιν τῆς πείνης στερούμενον θρεπτικῶν οὐσιῶν.