ροκόξυλο ή σκαλτσουνόροκα
ξύλινο στέλεχος με σκαλιστή διακόσμηση, με μια τρύπα στην κορυφή που προχωρεί βαθιά και μέσα στην οποία μπαίνει μέρος της μιας βελόνας πλεξίματος.
Η άλλη δουλεύει ελεύθερα.
Το ροκόξυλο το στερεώνουν στη μέση τους οι γυναίκες ανάμεσα στο ποδοσκοίνι.