Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ριζαρίσος -α -ο

Ρ(ι)ζαρίσος -α -ο (Ἰ. rosso-ore;) = ὁ προερχόμενος ἐκ τοῦ ριζαρίου (ἐρυθροδάνου): «βαφὴ ριζαρίσα».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.