ρείκη – τα ρείκια
θαμνώδες φυτόν που έχει, κατά τη λαϊκή αντίληψη ιαματικές ιδιότητες.
Συνταγή από γιατροσόφι (Η λαϊκή ιατρική της Λευκάδας): “Δια το πάθος της σπλήνας, έπαρε κορυφές της ρείκης και βράσε τες με ξίδι ή κρασί και ας πίνει ταχύ και βράδυ, 40 ημέρας”.
Παροιμία: “Το γύφτο κάναν βασιλιά κι εκείνος γύρευε ρείκια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ῥείκια § ξύλα ἐξ ἐρείκης, ἐξ ὧν γίνονται καλοὶ ἄνθρακες. Π. Τὸ ’γύφτο κάνουν βασιλειὰ κ’ ἐκειὸς γυρεύει ῥείκια (παροιμ. 32).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου