Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ράσα-ράσα

σκεύος γιομάτο ως απάνω, ξέχειλα.
φράση: “Η μάνα μου εγιόμισε το πιάτο του πατέρα μου ράσα-ράσα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ράσα-ράσα /ἐπίρ./ (Ἰ. raso;) = πλήρωσις δοχείου δι’ ὑγροῦ μέχρι χειλέων, ξέχειλα (ὥστε νὰ ἐπιβάλλεται ἀπόλυτος ἠρέμησις).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.