ραφτιάς (ο)
πληθυντικός: ραφτάδες.
Ο ράφτης της κάπας και καποτοπούλας, της τσακτσίρας και άλλων διμιτένιων ενδυμάτων, όπως τα κοντέσια και οι φλοκάτες της παραδοσιακής φορεσιάς. Το ράψιμο γινόταν με το χέρι και πολλοί ραφτάδες ήταν πλανόδιοι.
Τους ραφτάδες τους ξεχωρίζουμε από τους μεταγενέστερους φραγκοράφτες που έραβαν ρούχα λεπτών υφασμάτων “Ευρωπαϊκών” ή ντόπιων. Για πολλά χρόνια όμως, μετά την παρακμή του ράφτη-ραφτιά, λέγονταν όλοι φραγκοράφτες. (Π. Κοντομίχη, “Ραφτάδες και Φραγκοραφτάδες”, Επετ. ΕΛΜ. τόμος Ε΄/1948).