πράμα -τα (το)
- τα ζώα του σπιτιού, γιδοπρόβατα. “Θα πάω με τα πράματα”, δηλ. πάω να βοσκήσω.
- έκφραση θαυμασμού: ” … ψ΄χή μ΄πράμα …!”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πρᾶμα /τὸ/ = πρᾶγμα, ζῷον κατοικίδιον (ἐκ τῶν βοσκουμένων ἢ ὑποζυγίων).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πράματα = τά ζῶα, ὅλα τά ζῶα πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά τίς ἀνάγκες του.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής