Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πούλου (επίρρ.)

στις φράσεις: “κάν΄ τ΄ πούλ΄ του” – “εγώ κάνω τ΄ πούλ΄ μου, δεν ακούω κανένα”, δηλ. όταν κανείς κινείται ανεξάρτητα από τους άλλους και κάνει “ό,τι του κόβει το κεφάλι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πούλ(ου) (πολέω) = μόνος, ἀνεξάρτητος, ἀδέσμευτος: «πάει τ’ πούλ’ τ’», «τράβα τ’ πούλ’ σ’».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Πούλου μου = μόνος μου, ἀνεξάρτητος, λέγεται συνήθως στά παιδικά παιχνίδια, ἐγώ πάω πούλου μου (ἐγώ πάω μόνος μου), ὄχι συντροφιά.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.