πούλου (επίρρ.)
στις φράσεις: “κάν΄ τ΄ πούλ΄ του” – “εγώ κάνω τ΄ πούλ΄ μου, δεν ακούω κανένα”, δηλ. όταν κανείς κινείται ανεξάρτητα από τους άλλους και κάνει “ό,τι του κόβει το κεφάλι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πούλ(ου) (πολέω) = μόνος, ἀνεξάρτητος, ἀδέσμευτος: «πάει τ’ πούλ’ τ’», «τράβα τ’ πούλ’ σ’».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πούλου μου = μόνος μου, ἀνεξάρτητος, λέγεται συνήθως στά παιδικά παιχνίδια, ἐγώ πάω πούλου μου (ἐγώ πάω μόνος μου), ὄχι συντροφιά.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής