Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πουγάδα

Πουγάδα § τὸ πλύσιμο τῶν ἱματίων διὰ θολοστάκτης. ΚΝ.

Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ Λατ. puga (= πηγή), καθ’ ὅσον ἐκ τοῦ καδίου, ὅπου γίνεται ἡ πουγάδα, χύνεται ἀδιακόπως ἡ θολοστάκτη ὡς ἀπὸ πηγῆς.

καί μπουγάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.