πουγάδα
Πουγάδα § τὸ πλύσιμο τῶν ἱματίων διὰ θολοστάκτης. ΚΝ.
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ Λατ. puga (= πηγή), καθ’ ὅσον ἐκ τοῦ καδίου, ὅπου γίνεται ἡ πουγάδα, χύνεται ἀδιακόπως ἡ θολοστάκτη ὡς ἀπὸ πηγῆς.
καί μπουγάδα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!