Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ποτάζω

αποκτώ κάτι, προμηθεύομαι.
φράσεις: “εποτάξαμε κι εμείς ένα γάιδαρο κι ανασάναμε” – “Που τον ποτάξατε το σκύλο;” – “Εποτάξαμε και τηλεόραση, τώρα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ποτάζω (ὑπὸ-τάσσω) = ἀποκτῶ, κατέχω, ἐξουσιάζω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ποτάζω § Μέσ. ἀποκτῶ, ἔχω. Π. Τὰ παιδιά μου κοῦτσι κοῦτσι δὲν ποτάζουνε παποῦτσι· – αὐτὸς ποτὲ μυαλὸ δὲν ἐπόταξε.

Σημ. Ἀρχαιότατος δωρισμὸς διασωθεὶς ἀλώβητος εἰς τὸ στόμα τῶν Λευκαδίων· ἐγένετο ἐκ τοῦ προσάγω τροπῇ τῆς πρὸς εἰς τὴν Δωρ. ποτί, καὶ τοῦ γ εἰς ζ κατὰ τὰ δωρ. ὀλίζον καὶ ὀλίγον κτλ. (Σύλλ. 6).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.