ποτάζω
αποκτώ κάτι, προμηθεύομαι.
φράσεις: “εποτάξαμε κι εμείς ένα γάιδαρο κι ανασάναμε” – “Που τον ποτάξατε το σκύλο;” – “Εποτάξαμε και τηλεόραση, τώρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποτάζω (ὑπὸ-τάσσω) = ἀποκτῶ, κατέχω, ἐξουσιάζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ποτάζω § Μέσ. ἀποκτῶ, ἔχω. Π. Τὰ παιδιά μου κοῦτσι κοῦτσι δὲν ποτάζουνε παποῦτσι· – αὐτὸς ποτὲ μυαλὸ δὲν ἐπόταξε.
Σημ. Ἀρχαιότατος δωρισμὸς διασωθεὶς ἀλώβητος εἰς τὸ στόμα τῶν Λευκαδίων· ἐγένετο ἐκ τοῦ προσάγω τροπῇ τῆς πρὸς εἰς τὴν Δωρ. ποτί, καὶ τοῦ γ εἰς ζ κατὰ τὰ δωρ. ὀλίζον καὶ ὀλίγον κτλ. (Σύλλ. 6).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου