ποστίτσο (το)
το άτακτα τοποθετημένο πράγμα, πάνω σε άλλα όμοια ή ανόμοια, με κίνδυνο να γκρεμιστούν όλα.
φράση: “Τα ΄βαλες ποστίτσο” δηλ. μετέωρα, περίπου.
μτφ.: ο ετοιμόρροπος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποστίτσος -α -ο (Ἰ. posticcio) = ἐπείσακτος, πρόσθετος, προχείρως προσηρμοσμένος ἢ τοποθετημένος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ποστίτσος (ὁ): εἰκονικός, λαστός, (BEN. Postizzo, IT. posticcio).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου