Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ποστίτσο (το)

το άτακτα τοποθετημένο πράγμα, πάνω σε άλλα όμοια ή ανόμοια, με κίνδυνο να γκρεμιστούν όλα.
φράση: “Τα ΄βαλες ποστίτσο” δηλ. μετέωρα, περίπου.
μτφ.: ο ετοιμόρροπος

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ποστίτσος -α -ο (Ἰ. posticcio) = ἐπείσακτος, πρόσθετος, προχείρως προσηρμοσμένος ἢ τοποθετημένος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ποστίτσος (ὁ): εἰκονικός, λαστός, (BEN. Postizzo, IT. posticcio).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.