Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πόστα (η)

  1. θέση επίκαιρη. φράση: “Έπιασε τα πόστα”.
  2. αναδίπλωση υφάσματος με σκοπό να το κοντύνομε ή να το στενέψομε.
    φράση: “κάμε του μια πόστα”, δηλ. μια αναδίπλωση με τη σχετική ραφή.
  3. τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων το ΄να πάνω στο άλλο.
    φράση: “Έκαμες πόστα βλέπω, θα πέσουν έτσι που τα ΄χεις”.
  4. βρίζω κάποιον με έντονα απειλητικό τρόπο.
    φράση: “τον έβαλα πόστα και δεν άνοιξε το στόμα του να πει λέξη” – “Κάτσε μη φωνάζεις γιατί θα σε βάλω πόστα κι εσένα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πόστα /ἡ/ (Ἰ. posta) = σειρά, ταχυδρομεῖον, θέσις. (Σ. ποστάβα) = ἀναδίπλωσις ὑφάσματος μετ’ ἐγκαρσίας ραφῆς πρὸς βράχυνσιν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.