πόστα (η)
- θέση επίκαιρη. φράση: “Έπιασε τα πόστα”.
- αναδίπλωση υφάσματος με σκοπό να το κοντύνομε ή να το στενέψομε.
φράση: “κάμε του μια πόστα”, δηλ. μια αναδίπλωση με τη σχετική ραφή. - τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων το ΄να πάνω στο άλλο.
φράση: “Έκαμες πόστα βλέπω, θα πέσουν έτσι που τα ΄χεις”. - βρίζω κάποιον με έντονα απειλητικό τρόπο.
φράση: “τον έβαλα πόστα και δεν άνοιξε το στόμα του να πει λέξη” – “Κάτσε μη φωνάζεις γιατί θα σε βάλω πόστα κι εσένα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πόστα /ἡ/ (Ἰ. posta) = σειρά, ταχυδρομεῖον, θέσις. (Σ. ποστάβα) = ἀναδίπλωσις ὑφάσματος μετ’ ἐγκαρσίας ραφῆς πρὸς βράχυνσιν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης