πορτογύρω (η)
η γυναίκα που γυρίζει από σπίτι σε σπίτι. Πάει σ΄ όλες τις πόρτες με διάθεση κουτσομπολιού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Αυτή που γυρίζει από πόρτα σε πόρτα με διάθεση κουτσομπολιού
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης