Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πορόκλι (τό)

πορόκλι (τό): φράγμα καλύβας ἤ μανδριοῦ, πλεγμένο σέ εἶδος πόρ­τας.

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Πορόκλι = φράγμα καλύβας ἤ μανδριοῦ, πλεγμένο σέ εἶδος πόρτας μέ κλαδιά.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.