πορόκλι (τό)
πορόκλι (τό): φράγμα καλύβας ἤ μανδριοῦ, πλεγμένο σέ εἶδος πόρτας.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Πορόκλι = φράγμα καλύβας ἤ μανδριοῦ, πλεγμένο σέ εἶδος πόρτας μέ κλαδιά.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής