πόντζος (ο)
ο εξώστης του σπιτιού, λιακωτό, είδος βεράντας.
Μερικοί πόντζοι είναι στεγασμένοι.
Ο πόντζος είναι από παλιά μέρος και του λευκαδίτικου σπιτιού. Σε αίτηση χωρικού στη Διοίκηση του νησιού για άδεια οικοδομής, στα 1850, βρίσκομε: “Πόντζος δε γίνεται”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πόντζος /ὁ/ (Ἰ. poggio-iolo) = λιακωτό, κρεββάτα, κεκαλυμμένος ἐξώστης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πόντζος (ὁ): ἴδε μπόντζο.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Πόντζος = ὁ ξύλινος ἐξώστης, (τό μπαλκόνι).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής