Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πόντος

Πόντος /ὁ/ (Ἰ. punto) = διεκβολὴ τῆς βελόνης, βελονιά, ἑκατοστόν, ἑκατοστόμετρον, ὑπαινιγμός, ἄνθρωπος πανοῦργος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


(βενετ. ponto, ιταλ. punto): σημείο, στίγμα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.