Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ποντίζω

ποντίζω (ρ. μεταβατικό): ρίπτω, βυθίζω τί εἰς τόν πόντον (θάλασσα), ἀλλά καί καταποντίζω. (ΑΡΧ. ποντίζω)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.