πονίδι (το)
μικρή φλεγμονή, μικρός καλόγερος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πονίδι /τὸ/ (πονέω -ῶ) = τοπικὴ φλεγμονή, ἀλγεινὴ ἐξέλκωσις, δοθιήν, ψευδάνθραξ, καλόγερος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μικρή φλεγμονή, μικρός καλόγερος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πονίδι /τὸ/ (πονέω -ῶ) = τοπικὴ φλεγμονή, ἀλγεινὴ ἐξέλκωσις, δοθιήν, ψευδάνθραξ, καλόγερος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης