πλοχέρι (το)
ποσότητα πράγματος που χωράει στη μια παλάμη του ανθρώπου με ενωμένα σφιχτά τα δάχτυλά του.
“Έφαγα ένα πλοχέρι σπερνά” – “δανείστηκα ένα πλοχέρι φακή, για΄τι δεν μ΄ έφτανε η δική μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πλοχέρ(ι) /τὸ/ (ἁπλόω, ἁπλοῦς-χεὶρ) = ἡ χωρητικότης τῆς ἀνθρωπίνης παλάμης μετὰ τῶν δακτύλων ἡνωμένων καὶ ἐλαφρῶς κεκαμμένων. «ἕνα πλοχέρ’ σπερνά».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
(Α)πλοχέρι. Δό(σ)μ΄ ένα πλοχέρ΄ αλεύρι. Η λέξη γίνεται απλά, από το απλός (μόνος, αντίθετο διπλός κ.ο.κ) και χέρι. Και σημαίνει όσο χωράει η (μια) παλάμη με τα δάχτυλα κλεισμένα. Από δω και η απλοχεριά κ.λπ. (από το απλός και το απλώνω).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Πλοχέρι = ὅσο χωράει τό ἕνα χέρι, ἕνα πλοχέρι σταφίδες (μιά χούφτα σταφίδες).
Πλοχέρι καὶ πλοχεριὰ § τὸ βαθούλωμα τῆς παλάμης· μέτρον, ὅσον χωρεῖ ἡ παλάμη. Π. Δός μου ἕνα ’πλοχέρι ἀλεῦρι· – ἐπῆρα κἄμποσα μὲ τὸ ’πλοχέρι μου.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἁπλόω καὶ χείρ· ὁ Αἰνιὰν γρ. Ἀπλόχερον (Ἀθην. σ. 14).