πλαστάρι (το)
αρτοσκεύασμα περιστασιακό.
Γίνεται με καθάριο αλεύρι: Λιώνουν αλεύρι με λίγο προζύμι σε μια κατσαρόλα, και αφού γίνει χυλός το ρίχνουν σ΄ ένα νταβά και τον πηγαίνουν στο φούρνο.
Πλαστάρι φκιάνουν στη γιορτή των Αγίων Σαράντα ή του Σταυρού. που του δίνουν και το σχήμα του σταυρού, βάνουν επάνω κλαρί βασιλικό από την εκκλησία.
Έχουν και μια πρόληψη: δεν κάνει να μυριστείς το βασιλικό πριν τον βάλεις στο πλαστάρι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πλαστάρ(ι) /τὸ/ (πλάσσω) = ἀρτίδιον, ψωμάκι, πλακούντιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης