Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πλανιά (η)

πορεία αρκετής ώρας, περιπλάνηση άσκοπη, μακρύς περίπατος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πλανιὰ /ἡ/ (πλανάω) = περιπλάνησις, ὁδοιπορία διαρκείας: «πλανιὰ πῆγες μωρ’ παιδί μ’ κι’ ἔκαμες τόση ὥρα;».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.