πλανιά (η)
πορεία αρκετής ώρας, περιπλάνηση άσκοπη, μακρύς περίπατος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πλανιὰ /ἡ/ (πλανάω) = περιπλάνησις, ὁδοιπορία διαρκείας: «πλανιὰ πῆγες μωρ’ παιδί μ’ κι’ ἔκαμες τόση ὥρα;».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης