Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πλαμούτσα (η)

πλατύ πέλμα, από την ξυπολυσιά των παλαιότερων ανθρώπων. Τότε που οι γυναίκες, κυρίως, πήγαιναν στις δουλειές τους ξυπόλυτες. Ή καλύτερα, ξεκινούσαν από το σπίτι με παπούτσια κι όταν έβγαιναν από το χωριό, τα ΄βγαναν και τα ΄βαναν σαν δέμα, στο κεφάλι τους. τα ξανάβαναν πάλι στο γυρισμό, φτάνοντας στην είσοδο του χωριού.
φράση: “Τα ποδάρια μου έγιναν πλαμούτσες, δεν μου πιάνουν τα παπούτσια μου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πλαμοῦτσα /ἡ/ (Ἰ. piamuzzo) = πέλμα γυμνόν, εὐμέγεθες πέλμα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.