Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πλακουτσός -ή -ό

αντικείμενο ελαττωματικό, χαλασμένο, αταίριαστο.
Π.χ. “αυτός ο τενεκές είναι πλακουτσός, πατημένος, δεν κάνει”. “Τα παπούτσια μου είναι πλακουτσά”, δηλ. τα ΄χω πατημένα πίσω στα φαγωμένα τακούνια τους κ.λπ.
Γενικά κάθε πράγμα που δεν ταιριάζει με τ΄ άλλα τα ίσα, τα κανονικά και είναι άχαρο, ακατάλληλο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πλακ(ου)τσὸς -ὴ -ὸ (πλὰξ-κοτὶς) = ἐπίπεδος, ἀμβλύς, χωρὶς αἰχμήν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.