πλακουτσός -ή -ό
αντικείμενο ελαττωματικό, χαλασμένο, αταίριαστο.
Π.χ. “αυτός ο τενεκές είναι πλακουτσός, πατημένος, δεν κάνει”. “Τα παπούτσια μου είναι πλακουτσά”, δηλ. τα ΄χω πατημένα πίσω στα φαγωμένα τακούνια τους κ.λπ.
Γενικά κάθε πράγμα που δεν ταιριάζει με τ΄ άλλα τα ίσα, τα κανονικά και είναι άχαρο, ακατάλληλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πλακ(ου)τσὸς -ὴ -ὸ (πλὰξ-κοτὶς) = ἐπίπεδος, ἀμβλύς, χωρὶς αἰχμήν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης