πλάκωμα
Πλάκωμα /τὸ/ (πλὰξ-κόω) = ἐπικάλυψις διὰ βαρέως ἀντικειμένου, θωρακικὸν ἄγχος, ἐνδόστερνος δυσφορία, ἐπιβάτευσις, συνουσία.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πλάκωμα /τὸ/ (πλὰξ-κόω) = ἐπικάλυψις διὰ βαρέως ἀντικειμένου, θωρακικὸν ἄγχος, ἐνδόστερνος δυσφορία, ἐπιβάτευσις, συνουσία.