πιστικός (ο)
- ο τσοπάνος
- το πουλί τσοπανάκος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πιστ(ι)κὸς /ὁ/ (πίστις) = ὁ ἐμπεπιστευμένος τὴν φύλαξιν ποιμνίου, ποιμήν, τσομπᾶνος, τὸ ᾡδικὸν πτηνὸν σίττη (τσοπανᾶκος).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης