Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πιστικός (ο)

  1. ο τσοπάνος
  2. το πουλί τσοπανάκος

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πιστ(ι)κὸς /ὁ/ (πίστις) = ὁ ἐμπεπιστευμένος τὴν φύλαξιν ποιμνίου, ποιμήν, τσομπᾶνος, τὸ ᾡδικὸν πτηνὸν σίττη (τσοπανᾶκος).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.