Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πίντα (η)

μέτρο χωρητικότητας υγρών, ιδίως λαδιού. Μια πίντα χωρούσε 4 καρτούτσια

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πίντα /ἡ/ (Ἰ. pinta) = μέτρον χωρητικότητος ὑγρῶν (4 καρτοῦτσα).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Πίντα, η = μονάδα μέτρησης λαδιού, η οποία έχει αντιστοιχία 4 καρτούτσα = μία πίντα, και 2,5 καρτούτσα = μία οκά λάδι, (αγγλ. pint).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.