πινολόγος (ο)
σιδερένια δίχηλη τσιμπίδα αρμοσμένη σε ξύλινο ραβδί για το ψάρεμα της πίνας. Η πίνα είναι μαλακόστρακο τριγωνικό και μεγαλόσωμο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Π(ι)νολόγος /ὁ/ (πίννα-η -λέγω) = δίχηλος σιδηρᾶ ἁρπάγη προσηρμοσμένη εἰς τὸ ἄκρον κοντοῦ πρὸς ἁλιείαν τῶν πιννῶν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης