πινακωτή (η)
ξύλινο σύνεργο της νοικοκυράς για τη μεταφορά του ζυμωμένου ψωμιού στο φούρνο.
Η πινακωτή είναι χωρισμένη σε τετράγωνες υποδοχές – κυψέλες – μέσα στις οποίες τοποθετούν τα καρβέλια Σε κτγρφ. περιουσίας 1768: ” … και μια πινακωτή”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Π(ι)νακωτὴ /ἡ/ (πίναξ, πινακωτὸς) = ὀρθογώνιον σανίδινον φορεῖον τῶν πρὸς ἔψησιν ἄρτων (ὑποδιῃρημένον εἰς τετραγωνίδια).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πινακωτή, η, ή πινακωτόν, το: Πίνακας (ξύλινο σανίδι) με πολλά χωρίσματα (τετραγωνίδια), όπου τοποθετούνταν οι πεπλασμένοι άρτοι (τα ψωμιά), πριν το ψήσιμο στον φούρνο. «Πινάκιον: ο πίναξ ή και μαζο-νόμος, εφ’ ού επετίθεντο τα εκ κριθίνου αλεύρου πλακούντια και διανέμοντο», (Ομηρ. Λεξικόν Πανταζίδη). Η «Πινακωτή» υπήρξε μέχρι πρότινος και άριστο ομαδικό παιγνίδι εκμάθησης της προσθαφαιρετικής μεθόδου των αριθμών για τα παιδιά, αρχίζοντας ως εξής: «Πινακωτή, πινακωτ… Από τ’ άλλο μου τ’ αυτί… Πόσα παιδιά έχεις; Δέκα παρά ένα ή οκτώ και ένα, κ.λ.π.».
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα