πίλα (η) και πύλα
πέτρινο αποθηκευτικό σκεύος καμωμένο από πελεκητή μαλακιά πέτρα, ψωμόπετρα. Στις πίλες έβαναν μεγάλες ποσότητες λαδιού οι γεωργοί κυρίως οι λαδέμποροι. Τώρα. όσες υπάρχουν αποτελούν μουσειακό υλικό και στολίδι στις βεράντες των νεόπλουτων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πίλα /ἡ/ (Ἰ. pila) = μέγα δοχεῖον ἐλαίου ὀρθογωνίου σχήματος ἐκ λαξευτοῦ λίθου, γαλβανισμένης λαμαρίνης κ.τ.τ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πύλα = μεγάλη ὀρθόγωνη σέ σχῆμα κάσας σκαμένη καταλλήλως πέτρα, γιά τήν ἀποθήκευση λαδιοῦ, ἤ καί ἄλλων ὑγρῶν.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής