Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πέτομαι

εξαρτώμαι, στηρίζω τις ελπίδες μου.
φράση: “Σ΄ αυτό το γιο πέτεται κι εκείνη η δόλια”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πέτομαι (πέτομαι, Ἰ. pendere) = βασίζομαι, ἐξαρτῶμαι, ἐπαναπαύομαι. «σ’ εὐτήνη τὴν προῖκα πέτεται καὶ τὸ πῆρε ψηλά».

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


γραμματικά είναι ρήμα αμετάβατο αποθετικό, εν χρήσει μόνο στον ενεστώτα.
Η πρώτη του έννοια είναι ανεβαίνω ψηλά, πετώ, ίπταμαι και μεταφορικά, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, αλλά και λαβαίνω θάρρος, παίρνω φτερά από την ελπίδα, άρα περιμένω κάτι από κάποιον. Με την έννοια αυτή δηλ. του ελπίζω, περιμένω κάτι, τη λέμε κι εμείς στο χωριό.
Ο Βαλαωρίτης χρησιμοποιεί τη λέξη με την έννοια του υπερηφανεύομαι, “πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του” (Φωτεινός).
Όμως ο Πίνδαρος (6ος αι. π.Χ.) γράφει: “μεγάλας εξ ελπίδος πέταται” (Π 8, 90) άρα ελπίζω, πέτομαι σε σένα …
Ο Λάζαρης που συνήθως τα πηγαίνει στα ιταλικά, παραπέμπει στο ιταλικό Pendere, βασίζομαι (σχετικό με την έννοια του ελπίζω).
Έχομε όμως το ελληνικότατο πέτομαι, ρήμα το οποίο όπως λέγει ο Δημητράκος, μεταφορικά και σε παροιμιακή χρήση έχει και την έννοια (εκτός του πετώ) του παίρνω θάρρος, αποκτώ ψυχικά φτερά από την ελπίδα, περιμένω κάτι.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.