πέτο (το)
το στήθος, το στέρνο ανθρώπων ή ζώων.
φράση: “Έβαλε και μαντηλάκι στο πέτο του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πέτο /τὸ/ (Ἰ. petto) = θῶραξ, στέρνον, στῆθος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το στήθος, το στέρνο ανθρώπων ή ζώων.
φράση: “Έβαλε και μαντηλάκι στο πέτο του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πέτο /τὸ/ (Ἰ. petto) = θῶραξ, στέρνον, στῆθος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης