πεταρούδι (το)
νεοσσός, ξεπεταρούδι, έτοιμο να κάμει τα πρώτα του πετάγματα.
ΒΑΛ. :”Ευχή επί τοις γάμοις Π.Σ.ΒΑΛ. και Ιουλίας Α. Ράλλη – 25-7-1874: “Η μάνα σου στον κόρφο της σ΄ έσφιγγε πεταρούδι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πεταροῦδι /τὸ/ (πέτομαι) = ὁ ἕτοιμος πρὸς πτῆσιν, ὁ μόλις πετάξας ἐκ τῆς φωλεᾶς νεοσσός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης