Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πεταλώνω ή πεταλόω

Πεταλώνω ή πεταλόω = καλύπτω δια φύλλων ή πλακών μετάλλου. «Πέταλον: φύλλον, στην καθομιλουμένη σώζεται εις μεταφ. σημασία το φύλλον εκείνο το σιδηρούν, το εις την οπλήν του ίππου προσηλούμενον, πέταλον αλόγου». (Λεξ. Ομηρικόν Πανταζίδη). Πέταλον, το: (ρ. πετάννυμι –ύω = εκτείνω, απλώνω. Το πεταλώνω, ελέγετο και καλιγώνω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.