πετάλα (η)
το μαλάκιο πεταλίδα, που προσκολλιέται στους βράχους. Ανήκει στα μικρά μονόθυρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πετάλα /ἡ/ (λεπὰς) = πεταλίδα, θαλάσσιον μικρὸν μονόθυρον προσκολλώμενον ἐπὶ τῶν βράχων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης