Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πέσωμα (το)

το πέσιμο από γλίστρημα ή απροσεξία.
“Με το πέσωμα μου έφυγαν από τα χέρια τα χαρτιά που κρατούσα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πέσωμα /τὸ/ (πίπτω) = πτῶσις, ὀλίσθημα, πέσιμον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.