πέργ(ου)λο 01 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πέργουλο /τὸ/ (Ἰ. pergolo) = θεωρεῖον, περίπτερον, κιόσκι σκιᾶς. β. καὶ λ. πέρβ(ου)λο.