Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

περέσι (επίρρ.)

ανοιχτός, ελεύθερος. Εννοούμε την πόρτα του σπιτιού κυρίως.
Παροιμία: άφ΄κε τ΄μπόρτα της περέσι / για το ξένο νιτερέσι” = Άφησε ανοιχτό το σπίτι της και βγήκε στη γειτονιά για κουτσομπολιό”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Περέσ(ι) /ἐπίρ./ (πέρασις) = ὁλάνοικτος, ἐλεύθευρος πρὸς διέλευσιν. «ἄφκε τν πόρτα περέσ᾿ κι᾿ ἔφγε».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.