Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πέννα (η)

  1. γραφίδι μελάνης
  2. κατάρτι βάρκας, όπου και δένεται το πανί
  3. ευθύς, ίσος, καλοφκιασμένος, καλοντυμένος: “Είσαι στην πέννα σήμερα” = με τα καλά σου ρούχα, περιποιημένος – “Είναι όλα στην πέννα”
  4. αγγλικό νόμισμα, το 1/12 του σελινιού.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πέννα /ἡ/ (Ἰ. penna) = γραφίς, ἰστὸς λέμβου ἐφ᾿ οὗ προσδένεται ἀπευθείας τὸ ἰστίον (χωρὶς κεραίαν), εὐθύς, ἴσιος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.