πατεντάδος -α -ο 01 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πατεντάδος -α -ο (Ἰ. patente -ato) = διπλωματοῦχος, ἐπίσημος, ἀνεγνωρισμένος.