Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πατατούκα (η)

πανωφόρι πρόχειρο, ξεχειλωμένο και βαρύ.
Ειρων.: “Έβαλες την πατατούκα σου βλέπω”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πατατοῦκα /ἡ/ (Ἰ. patatucco) = χιτώνιον, ἐπενδύτης.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Τριμμένο, βαρύ αντρικό πανωφόρι. Είναι το ιταλικό patatucco.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.