πατατούκα (η)
πανωφόρι πρόχειρο, ξεχειλωμένο και βαρύ.
Ειρων.: “Έβαλες την πατατούκα σου βλέπω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πατατοῦκα /ἡ/ (Ἰ. patatucco) = χιτώνιον, ἐπενδύτης.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τριμμένο, βαρύ αντρικό πανωφόρι. Είναι το ιταλικό patatucco.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης