παταράκι
Παταράκι /τὸ/ (πατέομαι, πάσσομαι) = μικρὸς ἰχθῦς γλῶσσα (ποὺ τηγανίζεται πεπασμένος μὲ ἄλευρον).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Παταράκι /τὸ/ (πατέομαι, πάσσομαι) = μικρὸς ἰχθῦς γλῶσσα (ποὺ τηγανίζεται πεπασμένος μὲ ἄλευρον).