πάστρα (η)
η καθαριότητα.
Παροιμία: “η πάστρα είναι μισή αρχοντιά” – “η πάστρα φκιάνει τα μαλλιά κι η κοπριά τα λάχανα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πάστρα /ἡ/ (Ἀλ. Παστρόj, Σλ. bάστρα) = καθαριότης.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Η καθαριότητα. Διαφωτιστικά για τη λέξη, που και στο χωριό χρησιμοποιείται ευρύτατα, είναι όσα διαλαμβάνει ο Δ. Κουκουλές στο β΄ τόμο, σελ. 110, του έργου του “Βυζαντινών βίος …”. Λέγει εκεί: Στα σπίτια των χωρικών οι σκούπες κατασκευάζονται πρόχειρα από σπάρτα. Απ΄ αυτά προήλθε το μεσαιωνικό ρήμα σπαρτεύω, που σήμερα “κατά μετάθεσιν”, λέγεται παστρεύω. Άλλες ετυμολογίες όπως του Λάζαρη, δεν ευσταθούν. Να σημειώσουμε μόνο πως από το παστρεύω έγινε και το κακόφημο παστρικιά ( η πόρνη) κατά το σχήμα μεταφοράς του συντακτικού.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Πάστρα, η: η καθαριότητα, ρ. παστρεύω εκ του ρ. σπαρτεύω = καθαρίζω με σκούπα από σπάρτα.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα