Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παστίλια

Παστίλια /ἡ/ (Ἰ. Pastiglia, pastillo) = τροχίσκος, δισκίον, καραμέλα φαρμακευτική, «νιὰ παστίλια σουμπλιμέ».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.